οπλοδιορθωτής

οπλοδιορθωτής
ο оружейный мастер

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "οπλοδιορθωτής" в других словарях:

  • οπλοδιορθωτής — ο 1. ειδικός τεχνίτης που ασχολείται με την επισκευή όπλων 2. στρ. οπλίτης ειδικευμένος στον καθαρισμό και στην επισκευή όπλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + διορθωτής. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Δ. Ι. Κριεζή] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»